ἐνώμοτος

ἐνώμοτος
ἐνώμοτος
bound by oath
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενώμοτος — ἐνώμοτος, ον (AM) 1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.) 2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος ο συνωμότης. επίρρ... ἐνωμότως ενόρκως, με όρκο …   Dictionary of Greek

  • ἐνωμότως — ἐνώμοτος bound by oath adverbial ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώμοτον — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc sg ἐνώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότοις — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότου — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότους — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότῳ — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”